- ψηλαφίζω
- εγγίζω κάτι με τα δάχτυλα, ψαχουλεύω, ψάχνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψηλαφίζω — ψηλαφίζω, ψηλάφισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ψηλαφίζω : απαντάται μερικές φορές και ο παλιότερος τύπος ψηλαφώ (κατά το θεωρώ, 73, αλλά με αόριστο ψηλάφισα, λόγω ισοδυναμίας με το ψηλαφίζω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψηλαφίζω — ΝΑ ψηλαφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ψηλαφίσει — ψηλαφίζω aor subj act 3rd sg (epic) ψηλαφίζω fut ind mid 2nd sg ψηλαφίζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηλαφίζει — ψηλαφίζω pres ind mp 2nd sg ψηλαφίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεβοδιφώ — ἐρεβοδιφῶ, άω (AM) αναζητώ κάτι στο σκοτάδι, ψάχνω να βρω κάτι ψηλαφώντας, ψηλαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + διφώ «ερευνώ»] … Dictionary of Greek
καταρρέζω — (Α) 1. θωπεύω, χαϊδεύω («χειρί τέ μιν κατέρεξεν», Ομ. Ιλ.) 2. ψηλαφίζω («ἀκάνθας ἦκα καταρρέξειεν», Οππ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥέζω «εκτελώ»] … Dictionary of Greek
κνύω — (Α) ψηλαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ακόμη μια λ. τής μεγάλης οικογένειας τών κνίζω, κνῶ*, κνίδη, κνῖσα, κνίψ κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hniuwan «συντρίβω», το αρχ. νορβ. hnjoda «συντρίβω» και το λεττον. knūdu «προκαλώ κνησμό»] … Dictionary of Greek
παραφάσσω — (I) Α αγγίζω, ψηλαφίζω, χαϊδεύω ελαφρά ή κρυφά, ιδίως το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀφάσσω «ψηλαφώ»]. (II) Α 1. μιλώ διαστρεβλωμένα, άτοπα, εσφαλμένα 2. συνεκδ. παραφρονώ, είμαι τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ(α) * + φάσσω (< φαίνω… … Dictionary of Greek
ψηλάφισμα — το, Ν [ψηλαφίζω] η ψηλάφηση … Dictionary of Greek
ψηλαφισμός — ο, Ν [ψηλαφίζω] ψηλάφηση … Dictionary of Greek